- πρόωρα
- επίρρ. преждевременно, безвременно, рано
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόωρα — επίρρ. χρον., πριν από την ώρα, πολύ γρηγορότερα απ ό,τι πρέπει: Σηκωθήκαμε πρόωρα και φύγαμε για το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόωρα — πρόωρος before the time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρας — προώρᾱς , προοράω see before one imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αγουροθερίζω — 1. θερίζω τα σιτηρά πρόωρα, προτού ωριμάσει ο καρπός τους 2. (η μτχ. παθ. πρκ.) αγουροθερισμένος, η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] … Dictionary of Greek
παναώριος — παναώριος, ον (Α) [πανάωρος] 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος 2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] … Dictionary of Greek
ωμογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει γεράσει πρόωρα μσν. ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα αρχ. ακμαίος, ζωηρός γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων] … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — αγουροξύπνησα, αγουροξυπνημένος 1. μτβ., ξυπνώ κάποιον πρόωρα: Με αγουροξύπνησαν οι φωνές σου. 2. αμτβ., ξυπνώ ο ίδιος πρόωρα: Αγουροξύπνησα και δεν ξανακοιμήθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)